προσωπογραφώ

προσωπογραφώ
-έω, Ν
1. φιλοτεχνώ προσωπογραφίες
2. περιγράφω τον χαρακτήρα κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικὸν τού Άγγ. Βλάχου J.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εικονογραφώ — εικονογράφησα, εικονογραφήθηκα, εικονογραφημένος, μτβ. και αμτβ. 1. γράφω εικόνες, ζωγραφίζω. 2. διακοσμώ με εικόνες, έντυπο ή κτίριο, προσωπογραφώ (κάνω πορτρέτα), τοιχογραφώ: Εικονογραφήθηκε το βιβλίο από τον τάδε ζωγράφο. 3. μτφ., περιγράφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”